τριποδισμός — ο 1. καλπασμός αλόγου, τριπόδι. 2. χαρακτηριστικός βηματισμός αυτών που πάσχουν από παράλυση των δαχτύλων των ποδιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλπασμός — ο (Α καλπασμός) [καλπάζω] ο ταχύτερος από τους βηματισμούς τού αλόγου που εκτελείται σε τρεις χρόνους και ακολουθείται από έναν μικρό χρόνο αιωρήσεως, γκαλόπ, τριποδισμός, τριπόδι … Dictionary of Greek
τρίπηδος — ό, και τρίπηδον, τὸ, Α τριποδισμός, ο καλπασμός τού ίππου («δρόμος τρίπηδος», (Ιππιατρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πηδῶ] … Dictionary of Greek
τρίποδον — τὸ, Μ τριποδισμός, καλπασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίπους, οδος (πρβλ. και τριποδίζω «καλπάζω»)] … Dictionary of Greek
τριπόδι — το, Ν ο τριποδισμός τού αλόγου, καλπασμός, αλλ. αντριπόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πόδι] … Dictionary of Greek
τριπόδι — το τριποδισμός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)